πιμεντάριοι

πιμεντάριοι
πιμεντάριος
spicer
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πημεντάριοι — και πηγμεντάριοι και πιγμεντάριοι και πιμεντάριοι και ποιμεντάριοι, οἱ, Μ (στο Βυζάντιο) οι φαρμακοποιοί που παρασκεύαζαν αρώματα, οι μυρεψοί. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pigmentarius «φαρμακοπώλης, μυροπώλης» < λατ. pigmentum «φάρμακο, χρώμα, βαφή»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”